τρίχειλος

τρίχειλος
-ον, Α
(για πράγμ.) αυτός που έχει τρία χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -χείλος (< χεῖλος), πρβλ. ἐννεά-χειλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”